Στην αρχή της σχολικής χρονιάς βλέπουμε συχνά παιδιά της πρώτης δημοτικού να αρνούνται επίμονα να πάνε στο σχολείο. Τις πρώτες μέρες αυτό μπορεί να θεωρηθεί μια αναμενόμενη και φυσιολογική αντίδραση του παιδιού μπροστά σε μια άγνωστη κατάσταση που θα πρέπει να αντιμετωπίσει. Το παιδί καλείται να κάνει γνωριμίες με καινούργιους συμμαθητές, να προσαρμοστεί σε ένα διαφορετικό τρόπο διδασκαλίας και να αντιμετωπίσει ένα πιο απαιτητικό πρόγραμμα. Συνήθως τα παιδιά που είναι πιο ντροπαλά και εσωστρεφή, δυσκολεύονται να προσαρμοστούν σε καινούργιες καταστάσεις και νιώθουν έντονο άγχος.

0 ρόλος των γονιών σε αυτή την πρώτη επαφή του παιδιού με το σχολικό περιβάλλον είναι πολύ σημαντικός. Οι γονείς θα πρέπει να ενθαρρύνουν και να προτρέπουν το παιδί τους με ήρεμο και αποφασιστικό τρόπο, δείχνοντας κατανόηση για τα συναισθήματά του, όμως και σταθερότητα όσον αφορά στη σπουδαιότητα του σχολείου. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα πρέπει να αφήνουν περιθώρια στο παιδί να πιστεύει ότι μπορεί να μην πάει στο σχολείο.

Αν η σχολική άρνηση του παιδιού σε αυτή τη φάση συνεχιστεί για μεγάλο χρονικό διάστημα ή αν  βλέπουμε παιδιά μεγαλύτερων τάξεων του δημοτικού να αρνούνται συστηματικά να πάνε σχολείο η οποία συνοδεύεται από κάποια συμπτώματα, (βλέπε παρακάτω), τότε έχουμε μια αγχώδη διαταραχή που ονομάζεται άγχος του αποχωρισμού και ένα από τα συμπτώματά του είναι η σχολική άρνηση.

Η σχολική άρνηση δεν πρέπει να συγχέεται με την συνειδητή άρνηση του παιδιού να πάει σχολείο, (π.χ. γιατί δεν έχει διαβάσει ή γιατί φοβάται ότι ο δάσκαλος θα το εξετάσει). Ένα παιδί μπορεί να αρνηθεί να πάει στο σχολείο μετά από μια περίοδο δικαιολογημένης απουσίας, έπειτα από αλλαγή σχολείου ή επειδή νιώθει κάποιο φόβο (π.χ. θύμα σχολικού εκφοβισμού, περιθωριοποίηση). Σε αυτές της περιπτώσεις το άγχος του μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένο.

Ωστόσο, το άγχος του αποχωρισμού είναι διαφορετικό. Εκδηλώνεται συνήθως μετά το 6ο έτος και διαρκεί τουλάχιστον τέσσερεις εβδομάδες. Τα παιδιά που βιώνουν το άγχος του αποχωρισμού δυσκολεύονται έντονα να απομακρυνθούν από το άτομο που τα φροντίζει (π.χ. μαμά), δεν θέλουν να μείνουν με κάποιον άλλον ενήλικα, αισθάνονται μεγάλη δυσφορία όταν τους ζητείται να εμπλακούν σε δραστηριότητες που προϋποθέτουν να απομακρυνθούν από το οικογενειακό περιβάλλον, βλέπουν συχνά εφιάλτες σχετικά με τον αποχωρισμό και έχουν επαναλαμβανόμενες σωματικές ενοχλήσεις.

Η άρνηση του παιδιού συνοδεύεται από νευρικότητα, θυμό και κλάματα την ώρα που ετοιμάζονται για το σχολείο καθώς και από ψυχοσωματικές διαταραχές όπως πονοκέφαλος, εμετός, πόνος στην κοιλιά, δυσκολία στον ύπνο, κ.α.

Οι αιτίες που προκαλούν την σχολική άρνηση ποικίλουν. Ένας σημαντικός παράγοντας είναι η υπερπροστασία των γονιών, οι οποίοι μπορεί να ασχολούνται υπερβολικά με το παιδί τους και άθελά τους να προκαλούν αυξημένη εξάρτηση και να ανακόπτουν την συναισθηματική του ανάπτυξη. Επίσης, η μητρική κατάθλιψη και η οικογενειακή δυσλειτουργία πολλές φορές οδηγούν τα παιδιά να αναλάβουν έναν ρόλο ο οποίος δεν τους ανήκει, αυτόν του  γονέα.

Αυτό το γεγονός έχει ως αποτέλεσμα να μην θέλουν τα παιδιά να απομακρυνθούν από το σπίτι γιατί φοβούνται ότι δεν θα μπορέσουν να προστατέψουν τον γονιό που βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Επιπλέον, πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι παιδιά με αγχώδεις διαταραχές μπορεί να βιώνουν αυξημένο άγχος εξαιτίας των αυταρχικών πρακτικών που υιοθετούν  οι γονείς τους.

Καθώς κάθε περίπτωση είναι διαφορετική, απαιτείται προσεκτική ανάλυση των παραγόντων που σχετίζονται με την άρνηση του παιδιού να πάει στο σχολείο. Οι γονείς θα πρέπει να αναζητήσουν τα αίτια αυτού του συμπτώματος και να απευθυνθούν σε κάποιον ειδικό ώστε το πρόβλημα να αντιμετωπιστεί έγκαιρα και αποτελεσματικά. Η σχολική άρνηση μπορεί να επιφέρει ακαδημαϊκές και κοινωνικές επιπτώσεις. Επιπρόσθετα το άγχος του αποχωρισμού μπορεί να είναι προπομπός για μεταγενέστερη κατάθλιψη, αγχώδεις διαταραχές, εμφάνιση κρίσεων πανικού και αγοραφοβία. 

 

Χριστίνα Παππά

Ψυχολόγος-Οικογενειακή Ψυχοθεραπεύτρια